-
1 κλωστή
[клосги] ома. Θ. нитка,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κλωστή
-
2 нитка
-и θ.κλωστή, νήμα•хлопчатобумажная нитка βαμβακερή κλωστή•
шлковая нитка μεταξωτή κλωστή•
вдевать -у в иголку βελονιάζω την κλωστή•
маток (клубок) -ок κουβάρι νήματος•
нитка порвалась η κλωστή κόπηκε.
|| μτφ. γραμμή.εκφρ.винтовая нитка – οι ράβδωσεις του κοχλία•до (последней) -и – εντελώς, τελείως, πλήρως, λεπτομερώς, καταλεπτώς•ни одной сухой -и не осталось; до -и промок – έγινα εντελώς μούσκεμα•белыми -эми шито – άτεχνα (αδέξια) κρυμμένος•обобрать кого до последней -и – κατακλέβω κάποιον, απογυμνώνω. -
3 нитка
ни́т||каж ἡ κλωστή, τό νήμα:шелковые \ниткаки τά μεταξωτά νήματα, οἱ μεταξωτές κλωστές, τό μετάξι· кату́шка \ниткаок ὁ μακαρᾶς, ἡ κουβαρίστρα· \нитка жемчуга ἡ κλωστή τῶν μαργαριταριών вдевать \ниткаку в иголку περνῶ κλωστή στή βελόνα· ◊ сшить на живу́ю \ниткаку τρυπώνω· промокнуть до \ниткаки γίνομαι μουσκίδι, γίνομαι μούσκεμα· обобрать до \ниткаки ξεγυμνώνω, κατακλέβω, ἀφήνω κάποιον μέ τό πουκάμισο· шито белыми \ниткаками εἶναι φῶς φανάρι, χτυπάει στό μάτι. -
4 нитка
-
5 волосок
волос||окм1. уменьш. ἡ κλωστή, ἡ τρίχα, ἡ τριχίτσα / τό ἐλατήριον ὠρολογίου, ἡ τρίχα τοῦ ρολογιοῦ (в часах)/ πυρακτοὐμενο νήμα (в электрической лампочке)·2. бот. τό χνοῦδι, ὁ χνοῦς, οἱ τρίχες φυτών· ◊ на \волосокке от чего́-л. παρά τρίχα, ἀπό τρίχα, παρά τρίχα νά...· висеть на \волосокκέ κρέμομαι ἀπό μιά τρίχα, κρέμομαι ἀπό μιά κλωστή. -
6 держаться
держ||а́тьсянесов1. κρατιέμαι, κρατούμαι:\держаться на поверхности воды κρατιέμαι στήν ἐπιφάνεια τοῦ νερού· \держаться в седле κάθομαι στή σέλλα· \держаться на ногах κρατιέμαι στά πόδια·2. (за кого-л., за что-л.) πιάνομαι, κρατιέμαι, κρατούμαι:\держаться за руки κρατιέμαι ἀπ' τό χέρι·3. (о предметах) κρατιέμαι:пу́говица держится на одной нитке τό κουμπί κρατιέται ἀπό μιά κλωστή·4. прям., перен (придерживаться) ἀκολουθῶ, ὑποστηρίζω:\держаться берега ἀκολουθῶ τή ἀκτή· \держаться правой стороны πηγαίνω ἀπ' τά δεξιά· \держаться взгляда εἶμαι τής γνώμης, ὑποστηρίζω τή γνώμη·5. (вести себя) φέρομαι, συμπεριφέρομαι:\держаться уверенно φέρομαι μέ πεποίθηση·6. (не сдаваться) κρατάω, ἀντέχω, βαστῶ-◊ \держаться вместе разг νά είμαστε μαζί· \держаться в стороне μένω παράμερα, δέν παίρνω μέρος· только \держатьсяи́сь! разг βάστα!, κρατήσου!· \держаться на волоске κρέμομαι (или κρατιέμαι) ἀπό μιά κλωστή. -
7 нанизать
нанизатьсов, нанизывать несов περνώ στή κλωστή, ἀρμαθιάζω, βελονιάζω:\нанизать бусы περνώ χάντρες στήν κλωστή. -
8 вдеть
вдену, вденешь, προστκ. вдень ρ.σ.μ.περνώ,διαπερνώ, περνώ μέσα απο•вдеть нитку в иголку περνώ την κλωστή στο βελόνι.
περνιέμαι, διαπερνιέμαι•нитка -лась в иголку η κλωστή πέρασε στο βελόνι, βελονιάστηκε.
-
9 оборвать
-рву, -рвшь, παρλθ. χρ. оборвал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обо-рванный, βρ: -ван, -а, -оρ.σ.μ.1. αποσπώ, κόβω•оборвать лепестки ромашки κόβω τα πέταλα της μαργαρίτας•
оборвать яблоки с яблони κόβω τα μήλα από τη μηλιά.
|| δρέπω, μαζεύω.2. κόβω (διαχωρίζω)•оборвать нитку, проволоку κόβω την κλωστή, το σύρμα•
оборвать рмни κόβω τα λουριά.
3. διακόπτω απότομα, σταματώ•оборвать песню διακόπτω το τραγούδι•
оборвать разговор κόβω την κουβέντα•
оборвать пьянство κόβω το πιοτί.
4. μτφ. αποστομώνω, φιμώνω, βουλώνω το στόμα, βουβαίνω.εκφρ.уши оборвать кому – τραβώ τ αυτιά κάποιου (τιμωρώ).1. κόβομαι, κόπτομαι•нитка -лась η κλωστή κόπηκε.
2. ξεκόβομαι, πέφτω.3. μτφ. διακόπτομαι, σταματώ απότομα•разговор -лся η κουβέντα σταμάτησε•
голос его -лся η φωνή του κόπηκε.
|| αποστομώνομαι, φιμώνομαι, βουβαίνομαι.4. (για ενδύματα)• ξεσχίζομαι, φθείρομαι.εκφρ.сердце -лось у меня ή -лось в сердце (в груди, внутри) у меня – κόπηκε η καρδιά μου, μου κόπηκαν τα ήπατα μου (καταφοβήθηκα). -
10 перекрутить
-учу, -утишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перекрученный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.μ.1. στρίβω•перекрутить нитку στρίβω την κλωστή.
|| (περί)πλέκω•перекрутить шерстяную нитку с шлковой συστρίβω τη μάλλινη κλωστή με μεταξωτή.
2. παραστρίβω, παρασφίγγω χαλνώ•перекрутить винт παρασφίγγω τη βίδα•
перекрутить завод у часов παρακουρτίζω το ρολόγι•
перекрутить кран παρασφίγγω την κάνουλα.
|| κόβω στρίβοντας•перекрутить проволку κόβω το σύρμα στρίβοντας το.
3. περιδένω περιτυλίγω.4. (απλ.) στρίβω (όλο, πολύ).5. γυρίζω, στρέφω•перекрутить ключ в обратную сторону στρίβω το κλειδί ανάποδα.
1. στρίβομαι, (περι)τυλίγομαι.2. παραστρίβομαι, αχρηστεύομαι; χαλνώ, φθείρομαι. || κόβομαι στα δυό•проволока перекрутитьлась το σύρμα κόπηκε από το πολύ στρίψιμο.
3. περιστρέφομαι, γυρίζω,φέρνω γύρω.4. μτφ. τα βολεύω, τα βγάζω πέρα, τα γυρίζω. -
11 продеть
ρ.σ.μ. περνώ•продеть нитку в иголку περνώ την κλωστή στο βελόνι•
продеть голову в хомут περνώ (βάζω) τη λαιμαριά.
περνιέμαι, διέρχομαι•нитка -лазь в иголку η κλωστή πέρασε στο βελόνι.
-
12 каболка
η κλωστή ή ο κλώνος του καλωδίου ή του σκοινιού.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > каболка
-
13 кетгут
мед. το ράμμα, το κέτγκουτ (κλωστή από έντερα για χειρουργική ραφή).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кетгут
-
14 нитка
1. (швейная) η κλωστή, το νήμα 2. (производственная линия, трубопровод) η γραμμή της παραγωγήςη γραμμή του αγωγού3. (технологического процесса) хим. η (τεχνολογική) αλυσίδα 4. (резьбы) το σπείρωμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > нитка
-
15 вдевать
вдеватьнесов περνώ, διαπερνώ, βάζω:\вдевать ни́тку в иголку περνῶ τήν κλωστή στή βελόνα; \вдевать но́гу в стремя περνώ (или βάζω) τό πόδι στον ἀναβολέα. -
16 веретено
веретено́с τό ἀδράχτι, ὁ κλωστή ρ, ἡ δτρακτος. -
17 волокно
волокнос в разн. знач. τό νήμα, ἡ κλωστή, ἡ ἰνα, ἡ ἶς:синтетическое \волокно τό συνθετικό νήμα -
18 моток
мотокм τό κουβάρι:\моток ни́ток τό κουβάρι κλωστἤ \моток пряжи τό κουβάρι νήμα. -
19 наметка
наметка I ж (нитка) τό τρύπωμα, ἡ κλωστή τρυπώματος. наметка II ж (предварительный план) τό πρόπλασμα, τό πρόχειρο σχέδιο, τό προσχεδίασμα -
20 обрывать
обрыватьнесов1. (срывать) κόβω, μαζεύω, δρέπω:\обрывать ягоды μαζεύω ἀγριους καρπούς·2. (разрывать) κόβω, κόπτω, σπάνω:\обрывать нитку κόβω τήν κλωστή·3. перен (прекращать) διακόπτω (απότομα):\обрывать разговор διακόπτω τήν κουβέντα· \обрывать песню διακόπτω τό τραγούδι· \обрывать кого-л. (заставлять замолчать) разг διακόπτω κάποιον.
См. также в других словарях:
κλωστή — η (Μ κλωστή) κλωσμένο νήμα («γι αυτό το κέντημα χρειάζονται πολλές κλωστές») νεοελλ. 1. μτφ. ίνα 2. φρ. «από μια κλωστή κρέμεται» για κατάσταση τής οποίας η εξέλιξη βρίσκεται σε πολύ κρίσιμο σημείο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο θηλ. τού ρηματ.… … Dictionary of Greek
κλωστή — η 1. νήμα. 2. φρ., «από μια κλωστή κρέμεται», η υπόθεση βρίσκεται σε κρίσιμο σημείο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κλωστή — κλωστός spun fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανέμη — Σύνεργο της λαϊκής κλωστικής. Σε μερικές περιοχές της Ελλάδας λέγεται και ανεμοδούρα. Αποτελείται από έναν ξύλινο στύλο στηριγμένο σε βάθρο και ξύλινα πλαίσια εξαρτημένα με σταυροειδή διάταξη γύρω από αυτόν. Τα πλαίσια αυτά σχηματίζουν ένα είδος… … Dictionary of Greek
δαντέλα — Λεπτότατο διαφανές πλέγμα από λινή, βαμβακερή, μεταξωτή ή χρυσή κλωστή. Σήμερα κατασκευάζονται δ. και από συνθετικές ίνες, νάιλον κλπ. Η λέξη δ. προέρχεται από το γαλλικό dentelle (με ετυμολογία από τη λέξη dent που σημαίνει δόντι) και… … Dictionary of Greek
λίνο — το (AM λίνον) 1. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια λινίδες 2. το πιο σημαντικό είδος αυτού τού φυτού, το λινάρι μσν. αρχ. κλωστή από λινάρι αρχ. 1. κάθε πράγμα κατασκευασμένο από… … Dictionary of Greek
μεταξοσκώληκας — Κοινή ονομασία της προνύμφης του λεπιδόπτερου εντόμου Bombyx ή Sericaria mori, της οικογένειας των βομβυκιδών, η οποία παράγει το μετάξι. Ο μ. έχει επίμηκες σώμα και τρέφεται αποκλειστικά με φυτά μουριάς. Η προνύμφη αυτή υφίσταται τέσσερις… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
αβελόνιαστος — η, ο [βελονιάζω] 1. (για κλωστή) αυτή που δεν περάστηκε από την τρύπα τής βελόνας 2. (για βελόνα) αυτή, από την τρύπα τής οποίας δεν περάστηκε κλωστή 3. (για ύφασμα) αυτός που δεν μπορεί να ραφτεί επειδή είναι σκληρός ή φθαρμένος … Dictionary of Greek
αναπηνίζω — (Α ἀναπηνίζομαι) (για νήμα) ξετυλίγω νήμα και, κυρίως, τραβώ την κλωστή τού μεταξοσκώληκα νεοελλ. 1. ξετυλίγω τη μεταξωτή κλωστή από το κουκούλι τού μεταξοσκώληκα και τήν τυλίγω σε μασούρι, μπομπίνα ή ανέμη 2. ξετυλίγω νήμα από μασούρι ή κούκλα… … Dictionary of Greek
βελονιάζω — 1. περνώ την κλωστή στην τρύπα της βελόνας 2. ράβω αραιά και πρόχειρα, τρυπώνω 3. περνάω με τη βελόνα κλωστή σε φύλλα, αρμαθιάζω («βελονιάζω καπνό», «...φύλλα» κ.λπ.) 4. φρ. «βελονιάζει την τρίχα» είναι πολύ επιδέξιος στην εξαπάτηση των άλλων 5.… … Dictionary of Greek